Ἀμομφάρετος

Ἀμομφάρετος
Ἀμομφάρετος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αμομφάρετος — (5ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Πολιάδη. Πήρε μέρος στη μάχη των Πλαταιών ως λοχαγός του Πιτανάτου λόχου. Σε απόφαση του Παυσανία για αλλαγή στρατοπέδου –με σκοπό την καλύτερη αμυντική διάταξη των Ελλήνων απέναντι στο περσικό ιππικό– o Α.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμομφαρέτου — Ἀμομφάρετος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμομφάρετον — Ἀμομφάρετος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”